-
1 ξυναιρω
эп. συναείρω (fut. συναρῶ, aor. συνῆρα; преимущ. med.)1) вместе или одновременно поднимать(ὕδωρ πολύ Arst.)
συναίρεσθαι δόρυ Eur. — поднимать и свое копье, т.е. оказывать военную помощь;τῶν σκελῶν συνᾳράμενος ἀνέτρεφεν αὐτόν Plut. — подняв за ноги, он опрокинул его2) общими силами поднимать, помещать(τινὰ ἐπ΄ ἀπήνης Hom.)
3) выносить, вынимать(τοὺς πυροὺς ἐκ τῆς ἅλω Plut.)
4) соединять, связывать(ἵππους ἱμᾶσι Hom.)
συνάρασθαι εἰς τὸ αὐτό Xen. — объединиться в тесный союз5) med. одновременно брать на себя, принимать участие(συναίρεσθαί τινι τὸν κίνδυνον или τοῦ κινδύνου Thuc.)
φόνον τινὴ συναίρεσθαι Eur. — быть чьим-л. соучастником в убийстве6) med. вместе подниматься, совместно восставатьσυναίρεσθαί τινι Plut. — восставать вместе с кем-л.;
συναίρεσθαι ἐπί τινα Plut. — вместе восставать против кого-л.7) med. оказывать помощь, помогать, содействовать Dem.8) (тж. σ. λόγον) учинять расчет, рассчитываться, расплачиваться(μετὰ τῶν δούλων NT.)
-
2 συναιρω
эп. συναείρω (fut. συναρῶ, aor. συνῆρα; преимущ. med.)1) вместе или одновременно поднимать(ὕδωρ πολύ Arst.)
συναίρεσθαι δόρυ Eur. — поднимать и свое копье, т.е. оказывать военную помощь;τῶν σκελῶν συνᾳράμενος ἀνέτρεφεν αὐτόν Plut. — подняв за ноги, он опрокинул его2) общими силами поднимать, помещать(τινὰ ἐπ΄ ἀπήνης Hom.)
3) выносить, вынимать(τοὺς πυροὺς ἐκ τῆς ἅλω Plut.)
4) соединять, связывать(ἵππους ἱμᾶσι Hom.)
συνάρασθαι εἰς τὸ αὐτό Xen. — объединиться в тесный союз5) med. одновременно брать на себя, принимать участие(συναίρεσθαί τινι τὸν κίνδυνον или τοῦ κινδύνου Thuc.)
φόνον τινὴ συναίρεσθαι Eur. — быть чьим-л. соучастником в убийстве6) med. вместе подниматься, совместно восставатьσυναίρεσθαί τινι Plut. — восставать вместе с кем-л.;
συναίρεσθαι ἐπί τινα Plut. — вместе восставать против кого-л.7) med. оказывать помощь, помогать, содействовать Dem.8) (тж. σ. λόγον) учинять расчет, рассчитываться, расплачиваться(μετὰ τῶν δούλων NT.)
-
3 αναπηρια
-
4 βαρυτης
- ητος ἥ1) тяжесть, тяжеловесность(β. καὴ κουφότης Arst.)
2) нагруженность, перегрузка(νεῶν Thuc., Polyb.)
3) тяжелый нрав, суровость Dem., Polyb., Plat.; pl. Isocr.4) ощущение тяжести(β. καὴ πλησμονέ σώματος Plut.)
5) онемелость, оцепенение(ναρκώδης Plut.; τῶν σκελῶν βαρύτητες Diod.)
6) низкий тембр(φωνῆς Plat., Arst.)
7) серьезность, степенность, важность(εὐσχήμων Arst.; τοῦ ἤθους Plut.)
8) грам. понижение тона (accentus gravis) Arst. -
5 βλαισοτης
-
6 καταπλυσις
-
7 παραλλαξις
- εως ἥ1) попеременное движение(τῶν σκελῶν Plut.)
ἥ δεῦρο κἀκεῖ π. τῆς κεφαλῆς Plut. — мотание головой туда и сюда2) изменение, отклонение(τῆς κινήσεως Plat.)
3) мат. (взаимный) наклон(τῆς γωνίας Plut.)
4) астр. угол смещения, параллакс Plut. -
8 λεπτοτης
- ητος ἥ1) тонкость, неплотность(τοῦ πυρός Plat.)
αἱ τῶν τριχῶν λεπτότητες Arst. — редкие волосы2) худощавость, худоба(σώματος Plat.; σκελῶν Arst.)
3) перен. тонкость, утонченность(τῶν φρενῶν Arph.)
4) мелочность, кропотливость (sc. τῶν ἔργων Luc.) -
9 παραβασις
- εως ἥ1) переход(ὅρων Plut.)
2) движение, переменное выдвигание(π. - v. l. παράτασις - καὴ παράλλαξις σκελῶν Plut.)
3) ( о законах) преступание, нарушение(τοῦ νόμου NT.; τῶν δικαίων Plut.)
4) проступок, преступление(ἀμετρίαι καὴ παραβάσεις Plut.)
5) (в староатт. комедии) парабаза, отступление (несвязанное с содержанием самой драмы обращение хора к зрителям; полная парабаза состояла из семи частей: 1. κομμάτιον, 2. собств. π., 3. μακρόν или πνῖγος, 4. στροφή, 5. ἐπίρρημα, 6. ἀντίστροφος и 7. ἀντεπίρρημα; στροφή и ἀντίστροφος произносились хором, остальные - самим хорегом)
См. также в других словарях:
συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
μεταλλαγή — η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω] αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.) νεοελλ. 1. βιολ. μετάλλαξη 2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας» (ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν… … Dictionary of Greek
полоть — I полоть ж., полть половина свиной, бараньей туши , укр. пiвть, пiлть ж., также полоть, род. п. пiлтя (Брандт, РФВ 23, 302), блр. поўць, др. русск. полоть, полъть кусок, пласт, туша (Срезн. II, 1148), словен. рlа̑t, ȋ ж. разрубленные половины … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
θηλυφόνος — (thelyphonus). Γένος δηλητηριωδών αραχνοειδών της οικογένειας των θηλυφονιδών. Το πρώτο ζεύγος των σκελών του απολήγει σε δακτυλιωτό πόδι, όμοιο με μαστίγιο. Η κοιλιά του αποτελείται από δώδεκα δακτύλιους· από αυτούς οι τρεις τελευταίοι στενεύουν … Dictionary of Greek
προχώναι — οἱ, Α οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για κωμ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. κοχώνη «το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο, γλουτός» και πρωκτός ή, κατ άλλη άποψη, από τη λ. κοχώνη … Dictionary of Greek
σπόλια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὰ παρατιλλόμενα ἐρίδια ἀπὸ τῶν σκελῶν τῶν προβάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπολάδα] … Dictionary of Greek
συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… … Dictionary of Greek
(s)p(h)el-1 — (s)p(h)el 1 English meaning: to split, cut off, tear off; board Deutsche Übersetzung: ‘spalten, abspalten, absplittern, abreißen” Material: O.Ind. sphaṭati (Dhütup.) “reißt, springt auf”, sphaṭita “gesprungen, zerfetzt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
διασκέλισμα — το 1. το άνοιγμα τών σκελών κατά τη βάδιση 2. η δρασκελιά 3. η διάβαση πάνω από κάτι … Dictionary of Greek
δρασκελιά — και αδρασκελιά και δρασκελισιά και δρασκέλα, η και δρασκέλισμα, το 1. ο διασκελισμός, το άνοιγμα των σκελών 2. η απόσταση μεταξύ δύο ανοιγμένων ποδιών, βήμα 3. μέτρο μήκους ενός μέτρου περίπου 4. πολύ μικρή έκταση γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + σκελιά] … Dictionary of Greek